αντικαταστάτρια


αντικαταστάτρια
Προφορά

Ετυμολογία
αντικαταστάτρια αντικαθιστώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αντικαταστάτρια

✦ θηλ. αντικαταστάτρια (Κ -τις, -ιδος) αυτός που αντικαθιστά κάποιον, αναπληρωτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.