αντιδραστικός


αντιδραστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιδραστικός αντιδρώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιδραστικός -ή, -ό

✦ ο της αντιδράσεως, που αντιδρά σε ορισμένη ενέργεια
✦ ο πολέμιος κάθε καινοτομίας, εχθρός κάθε κοινωνικής αλλαγής, ιδιαίτερα ο αντίθετος προς το σοσιαλισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντιδραστικά (Κ αντιδραστικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.