αντιδρώ
Προφορά
Ετυμολογία
αντιδρώ αρχαία ελληνική ἀντιδρῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιδρώ -άς, -ά
✦ ενεργώ αντίθετα προς τις ενέργειες άλλου, αντενεργώ, εναντιώνομαι: αν ψηφισθεί το νομοσχέδιο, οι εργαζόμενοι θα αντιδράσουν – ο πρωθυπουργός αντέδρασε έντονα στις δηλώσεις του Τούρκου ομολόγου του – ο οργανισμός αντιδρά προς τα ξένα σώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–