αντεπιδεικνύω
Προφορά
Ετυμολογία
αντεπιδεικνύω αρχαία ελληνική ἀντεπιδείκνυμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντεπιδεικνύω
✦ επιδεικνύω κάτι σε κάποιον ο οποίος επέδειξε το ίδιο ή άλλο παρόμοιο: αντεπιδεικνύει τα πλούτη του κάθε φορά που κάποιος μιλά για τα δικά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–