άντζα


άντζα
Προφορά

Ετυμολογία
άντζα πιθανόν από μεσαιωνική ελληνική ἄντζα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η άντζα

✦ το μέρος του ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο
✦ το δέρμα που καλύπτει την κνήμη ζώου: άντζα για γουναρικό (Ιστορ. Λεξ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.