ανεκμετάλλευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεκμετάλλευτος ἀ στερητικό + εκμεταλλεύομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεκμετάλλευτος -η, -ο
✦ που δεν του έγινε εκμετάλλευση, που δεν αξιοποιήθηκε: ανεκμετάλλευτη ευκαιρία – ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεκμετάλλευτα (Κ ανεκμεταλλεύτως)