ανεκμυστήρευτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανεκμυστήρευτος αν- στερητικό + εκμυστηρεύομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανεκμυστήρευτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν ανακοινώθηκε εμπιστευτικά σε άλλον, που δεν έγινε αντικείμενο εμπιστευτικής ανακοίνωσης: ανεκμυστήρευτη αγάπη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ανεκμυστήρευτα κ.ανεκμυστηρεύτως