αναρρόφηση


αναρρόφηση
Προφορά

Ετυμολογία
αναρρόφηση μεταγενέστερη ελληνική ἀναρρόφησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αναρρόφηση

✦ ρόφηση προς τα πάνω
✦ (ειδ.) η ανύψωση σώματος με τη βοήθεια της ατμοσφαιρικής πιέσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.