αναρρούσα
Προφορά
Ετυμολογία
αναρρούσα από τα αρχαία ελληνικά ἀναρρέουσα, μτχ. του ρήματος ἀναρρέω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αναρρούσα
✦ οπισθοδρόμηση των κυμάτων προς τη θάλασσα, αφού προσπέσουν ορμητικά στην ακτή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–