αναπαραγωγικός


αναπαραγωγικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναπαραγωγικός αναπαραγωγή

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναπαραγωγικός -ή, -ό

✦ ο κατάλληλος για αναπαραγωγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναπαραγωγικά (Κ αναπαραγωγικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.