ανανήφω
Προφορά
Ετυμολογία
ανανήφω αρχαία ελληνική ἀνα-νήφω (=είμαι νηφάλιος)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ανανήφω
✦ συνέρχομαι από μέθη, ξεμεθώ
✦ (μτφ. ) ξαναβρίσκω τη νηφαλιότητα ή τη σωστή πίστη, συνέρχομαι από πλάνη
✦ συνετίζομαι, μετανοώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–