αναλογιστικός


αναλογιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
αναλογιστικός μεταγενέστερη ελληνική ἀναλογιστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ αναλογιστικός -ή, -ό

✦ αναλογικός, που λέγεται ή γίνεται κατ’ αναλογία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αναλογιστικώς κ.-ά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.