ανακτορικός


ανακτορικός
Προφορά

Ετυμολογία
ανακτορικός ανάκτορον

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανακτορικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τα ανάκτορα, βασιλικός, αυλικός
✦ ανακτορικός ρυθμός, ρυθμός των μινωικών και μυκηναϊκών κεραμικών του β΄ μισού του 15ου π.Χ. αιώνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.