ανέκδοτος
Προφορά
Ετυμολογία
ανέκδοτος αρχαία ελληνική ἀνέκδοτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ανέκδοτος -η, -ο
✦ που δεν εκδόθηκε σε βιβλίο ή δε δημοσιεύτηκε στον τύπο, αδημοσίευτος
✦ για αλλοδαπό εγκληματία, που δεν εκδόθηκε στη χώρα του για να δικαστεί
✦ το ουδ. ανέκδοτο(ν) ως ουσ., ιστορικό επεισόδιο που διασώθηκε με την προφορική παράδοση
✦ πλαστό και ευτράπελο περιστατικό που διαδόθηκε προφορικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–