ανάσα
Προφορά
Ετυμολογία
ανάσα ανασαίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ανάσα
✦ αναπνοή
✦ ξεκούραση, ανακούφιση
✦ φρ. μου κόβεται η ανάσα, δεν μπορώ να αναπνεύσω από τρόμο, έκπληξη, ταλαιπωρία κτλ. – δεν παίρνω ανάσα, εργάζομαι συνεχώς, χωρίς ανάπαυλα – χωρίς ανάσα, χωρίς διάλειμμα, ξεκούραση: δούλευε χωρίς ανάσα, μέρα και νύχτα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–