ανάλογος


ανάλογος
Προφορά

Ετυμολογία
ανάλογος αρχαία ελληνική ἀνάλογος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανάλογος -η, -ο

✦ σύμμετρος: η ευεργεσία επιβάλλει χρέος ανάλογο του μεγέθους της (Α. Λασκαράτος)
✦ ο αντίστοιχος προς την αξία, την ποιότητα, ο οφειλόμενος: δε δείχνει τον ανάλογο σεβασμό
✦ το ουδ. ανάλογο ως ουσ., το μερίδιο που αντιστοιχεί

Συνώνυμα
μερτικό
Αντίθετα
δυσανάλογος
Επιρρήματα
ανάλογα:ο εκλογικός νόμος αλλάζει κάθε τόσο ανάλογα με το συμφέρον του κυβερνώντος κόμματος (Ελευθεροτυπία) κ.αναλόγως: κερδίζει κανείς αναλόγως των χρημάτων που καταθέτει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.