αλισάχνη
Προφορά
Ετυμολογία
αλισάχνη αρχαία ελληνική ἁλοσάχνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αλισάχνη
✦ λεπτότατο στρώμα αλατιού, που σχηματίζεται από την εξάτμιση σταγόνων θαλασσινού νερού: βρεγμένος από τη θάλασσά του, παχνιασμένος από την ασημιάν αλισάχνη του νησιού (Σ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–