αλίμονο


αλίμονο
Προφορά

Ετυμολογία
αλίμονο μεσαιωνική ελληνική ἀλίμονον αλίμενα > αλίμενο > αλίμονο

Ερμηνεία
αλίμονο

✦ επιφώνημα πόνου, λύπης κτλ., δυστυχία, συμφορά, συνήθ. συνοδευόμενο με τη γενική προσωπικής αντωνυμίας· έχει την έννοια κινδύνου ή απειλής: αλίμονό σου, αλίμονό μας
✦ με την πρόθ. σε και αιτιατ.: αλίμονο σε μένα
✦ με ουσ. ή επίθ.: αλίμονο ο δόλιος τι έπαθα – πάλι χάλασε ο καιρός ξαφνικά, αλίμονο στους ψαράδες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.