αλαζονικός
Προφορά
Ετυμολογία
αλαζονικός αρχαία ελληνική ἀλαζονικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αλαζονικός -ή, -ό
✦ φαντασμένος, αυτός που συμπεριφέρεται υπεροπτικά
✦ που ταιριάζει σε αλαζόνα, υπεροπτικός: αλαζονική στάση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αλαζονικά (Κ αλαζονικώς)