αλάθευτος


αλάθευτος
Προφορά

Ετυμολογία
αλάθευτος ἀ στερητικό + λαθεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλάθευτος -η, -ο

✦ αλάνθαστος, που δεν κάνει λάθη ή δεν έπεσε σε λάθος: διαθέτει αλάθευτη κρίση
✦ που δεν περιέχει λάθη: αλάθευτο συμπέρασμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
λαθεμένος, σφαλερός
Επιρρήματα
αλάθευτα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.