αλίπαντος


αλίπαντος
Προφορά

Ετυμολογία
αλίπαντος μεταγενέστερη ελληνική ἀλίπαντος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αλίπαντος -η, -ο

✦ που δεν έχει λιπανθεί: αλίπαντη μηχανή
✦ (για έδαφος) που δεν του έριξαν λίπασμα

Συνώνυμα
αλάδωτος, αγρασάριστος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.