ακαταστρατήγητος
Προφορά
Ετυμολογία
ακαταστρατήγητος ἀ στερητικό + καταστρατηγώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακαταστρατήγητος -η, -ο
✦ που δεν καταστρατηγήθηκε, δεν παραβιάστηκε με τεχνάσματα: για να προαχθεί δεν έμεινε διάταξη ακαταστρατήγητη
✦ που δεν επιδέχεται καταστρατήγηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–