ακατάσταλτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάσταλτος ἀ στερητικό + καταστέλλω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ακατάσταλτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν έχει κατασταλεί, δεν έχει αναχαιτιστεί: ακατάσταλτο κίνημα
✦ ακατεύναστος, που δεν καταπραΰνθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–