ακατάταχτος
Προφορά
Ετυμολογία
ακατάταχτος αρχαία ελληνική ἀκατάτακτος
Ερμηνεία
ακατάταχτος
✦ κ. -κτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) αυτός που δεν κατατάχτηκε, δεν τοποθετήθηκε στη θέση που πρέπει: ακατάταχτα βιβλία – χειρόγραφα – να βάλω σε κατάταξη τ’ ακατάταχτα πράγματα (Τ. Παπατσώνης)
✦ που δεν έχει καταταχθεί στο στρατό
Συνώνυμα
αταξινόμητος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–