ακαταλόγιστος


ακαταλόγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
ακαταλόγιστος ἀ στερητικό + καταλογίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ακαταλόγιστος -η, -ο

✦ ο ανεύθυνος για τις πράξεις του, αυτός που δεν ενεργεί σύμφωνα με την κοινή λογική, εξαιτίας διανοητικής ανωμαλίας ή πρόσκαιρης ψυχικής διαταραχής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ακαταλόγιστα (Κ ακαταλογίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.