ακανθυλλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
ακανθυλλίδα αρχαία ελληνική ἀκανθυλλίς, -ίδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ακανθυλλίδα
✦ η καρδερίνα: κι ήτανε μια χαρούμενη σε λάμψεις ακανθυλλίδα (Ν. Καρούζος)
✦ το άγριο σπαράγγι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–