αδογμάτιστος


αδογμάτιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αδογμάτιστος ἀ στερητικό + δογματίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδογμάτιστος -η, -ο

✦ που δεν έχει διατυπωθεί ως δόγμα, που δεν προβάλλεται δογματικά: αδογμάτιστη πολιτική

Συνώνυμα

Αντίθετα
δογματικός
Επιρρήματα
αδογμάτιστα (Κ αδογματίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.