αδρασκέλωτος


αδρασκέλωτος
Προφορά

Ετυμολογία
αδρασκέλωτος ἀ στερητικό + δρασκελίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αδρασκέλωτος -η, -ο

✦ αδιασκέλιστος (βλ. λ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.