αδικώ
Προφορά
Ετυμολογία
αδικώ αρχαία ελληνική ἀδικῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αδικώ -είς, -εί
✦ βλάπτω, ζημιώνω κάποιον παραβαίνοντας τους νόμους ή τους κανόνες της ηθικής
✦ διαπράττω αδίκημα
✦ κρίνω άδικα: τον αδίκησες με όσα του είπες
✦ υποτιμώ: αδικείς τη νοημοσύνη μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–