αδικητής


αδικητής
Προφορά

Ετυμολογία
αδικητής μεσαιωνική ελληνική ἀδικητής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αδικητής

✦ θηλ. αδικήτρια κ. -τρα αυτός που αδικεί, που προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη σε άλλους: για να ‘χει κανείς, πρέπει να είναι αδικητής, να μην είναι τίμιος (Κ. Θεοτόκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.