αδιαλλαξία


αδιαλλαξία
Προφορά

Ετυμολογία
αδιαλλαξία αδιάλλακτος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αδιαλλαξία

✦ η στάση του αδιάλλακτου, απροθυμία για συμβιβασμό, για οποιαδήποτε υποχώρηση: αρνιότανε με αδιαλλαξία τις ιδέες τους και τα ήθη τους (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα
φανατισμός, ισχυρογνωμοσύνη
Αντίθετα
διαλλακτικότητα, συμβιβαστικότητα, μετριοπάθεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.