αδιαμαρτύρητος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιαμαρτύρητος ἀ στερητικό + διαμαρτύρομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιαμαρτύρητος -η, -ο
✦ που δε διαμαρτύρεται, υπομονετικός
✦ αδιαμαρτύρητο γραμμάτιο (ή συναλλαγματική), που δεν έχει διαμαρτυρηθεί (βλ. διαμαρτύρηση)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
αδιαμαρτύρητα (Κ αδιαμαρτυρήτως)