αδιέξοδος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιέξοδος αρχαία ελληνική ἀδιέξοδος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιέξοδος -η, -ο
✦ που δεν έχει διέξοδο
✦ το ουδ. αδιέξοδο(ν) ως ουσ., (μτφ. ) η έλλειψη διεξόδου, κατάσταση που δεν παρέχει τρόπο διαφυγής, που αποκλείει κάθε λύση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–