αδιάβαστος
Προφορά
Ετυμολογία
αδιάβαστος ἀ στερητικό + διαβάζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αδιάβαστος -η, -ο
✦ ο που δεν έχει διαβάσει, δεν έχει μελετήσει
✦ που δεν έχει μορφωθεί αρκετά
✦ που δεν πήρε ευχή από την εκκλησία: πήγε αδιάβαστος
✦ (για κείμενα) που δεν έχει διαβαστεί: αδιάβαστο χειρόγραφο
✦ (για συγγραφείς ή κείμενα) που δε διαβάζεται, επειδή είναι κακογραμμένο ή δυσνόητο ή ανιαρό
Συνώνυμα
αμελέτητος ,αγράμματος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–