αδένας
Προφορά
Ετυμολογία
αδένας αρχαία ελληνική ἀδήν, -ένος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αδένας
✦ εύχρ., ιδίως, στον πληθ. αδένες, επιθηλιακά όργανα του σώματος, που εκκρίνουν ειδικές ουσίες: ενδοκρινείς – εξωκρινείς αδένες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–