αγκώνω
Προφορά
Ετυμολογία
αγκώνω αρχαία ελληνική ὀγκῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αγκώνω
✦ εξογκώνω, φουσκώνω κάτι
✦ φουσκώνω από πολυφαγία
✦ (αμτβ.) εξογκώνομαι
✦ αισθάνομαι αηδία, αποστροφή για φαγητό
✦ (μτφ. ) δυσφορώ, στενοχωριέμαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–