αβασταγή
Προφορά
Ετυμολογία
αβασταγή α προτακτικό + βασταγή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβασταγή
✦ δέμα που βαστάει κανείς, το δεμάτι: η Σκεύω είχε μιαν αβασταγήν και μέσα εις την αβασταγήν είχε πλήρη την γυναικείαν φορεσιάν της (Α. Παπαδιαμάντης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–