αβασιμότητα
Προφορά
Ετυμολογία
αβασιμότητα αβάσιμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αβασιμότητα
✦ η έλλειψη θετικότητας, βασιμότητας, το να μην έχει κάποιος ή κάτι σταθερή βάση ή υπόσταση: η αβασιμότητα των ισχυρισμών του έχει αποδειχθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–