αβαράρω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αβαράρωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αβαράρω.mp3Ετυμολογίααβαράρω └ιταλ┘varare Ερμηνεία└ρήμα┘ αβαράρω ✦ απομακρύνω πλοίο από το αγκυροβόλιό του: φουχτώναν πάλι τα κουπιά κι αβαράριζαν να πλωρίσουν για το λιμάνι (Π. Πρεβελάκης) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–