ίδιος
Προφορά
Ετυμολογία
ίδιος αρχαία ελληνική ἴδιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ίδιος -ια, -ιο
✦ ατομικός, προσωπικός: δεν έχω ιδίαν αντίληψιν του πράγματος
✦ ιδιαίτερος, ξεχωριστός
✦ όμοιος: ίδιος με τον πατέρα του
✦ (με άρθρο) αυτοπροσώπως, όχι άλλος: επιστάτησε ο ίδιος στο χτίσιμο – ο ίδιος τα λέει, ο ίδιος τ’ ακούει
✦ φρ. κατ’ ιδίαν, ιδιαιτέρως – εξ ιδίων τα αλλότρια, για κάποιον που συμπεραίνει για τους άλλους με βάση τη δική του αντίληψη – ιδίοις όμμασι, με τα μάτια μου (σου, του) (ένδειξη σε φάκελο) να παραδοθεί στον ίδιο τον παραλήπτη
✦ ίδιοι πόροι, που δεν προέρχονται από ξένη δραστηριότητα: ίδιοι πόροι της ΕΟΚ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αλλιώτικος, διαφορετικός
Επιρρήματα
ιδία κ.ιδίως