ένδοξος
Προφορά
Ετυμολογία
ένδοξος αρχαία ελληνική ἔνδοξος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ένδοξος -η, -ο
✦ που φέρνει δόξα και τιμή, δοξασμένος: υμνούμεν ένδοξον έργον (Α. Κάλβος)
✦ (για πρόσ.) φημισμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
άδοξος
Επιρρήματα
ένδοξα (Κ ενδόξως)