έκσπονδος
Προφορά
Ετυμολογία
έκσπονδος αρχαία ελληνική ἔκσπονδος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ έκσπονδος -η, -ο
✦ αυτός που δεν περιλαμβάνεται σε σπονδές, ο αποκλεισμένος από κάποια συνθήκη
✦ που ενεργεί ή γίνεται κατά παράβαση συμφωνίας, παράσπονδος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–