εκσκαφή
Προφορά
Ετυμολογία
εκσκαφή μεταγενέστερη ελληνική ἐκσκάπτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκσκαφή
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εκσκάπτω, βαθύ σκάψιμο
✦ αφαίρεση (βράχων, χωμάτων) ή διάνοιξη (κοιλωμάτων) με σκάψιμο
Συνώνυμα
ξέσκαμμα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–