έκδοχο


έκδοχο
Προφορά

Ετυμολογία
έκδοχο αρχαία ελληνική ρ. ἐκδέχομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το έκδοχο

✦ (φαρμ.) αδρανής θεραπευτικώς ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο, σε δεδομένη αναλογία, για να αποκτήσει σύσταση κατάλληλη για χρήση: το βούτυρο του κακάο είναι το έκδοχο των υποθέτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.