εκδίδω
Προφορά
Ετυμολογία
εκδίδω αρχαία ελληνική ἐκδίδωμι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκδίδω
✦ δίνω έξω, παραδίνω: οι συλληφθέντες έμποροι ναρκωτικών θα εκδοθούν στη χώρα τους
✦ συντάσσω και δίνω στη δημοσιότητα: εκδόθηκε σχετική εγκύκλιος
✦ τυπώνω και θέτω σε κυκλοφορία
✦ προάγω σε πορνεία
✦ (ειδ. μέσ.) εκδίδομαι, πορνεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–