άπυρος


άπυρος
Προφορά

Ετυμολογία
άπυρος αρχαία ελληνική ἄπυρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άπυρος -η, -ο

✦ ο χωρίς φωτιά
✦ που δεν μπήκε στη φωτιά, άψητος, άβραστος
✦ άπυρος χρυσός, ο σε φυσική κατάσταση, ακατέργαστος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.