αράγιστος


αράγιστος
Προφορά

Ετυμολογία
αράγιστος ἀ στερητικό + ραγίζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ αράγιστος -η, -ο

✦ που δεν ράγισε: αράγιστο κέλυφος – αράγιστος καθρέφτης
✦ (κ. μτφ.): αράγιστη ενότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.