αγκαθός
Προφορά
Ετυμολογία
αγκαθός αρχαία ελληνική κανθός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αγκαθός
✦ η γωνία του ματιού προς τον κρόταφο: με κοίταξε με τον αγκαθό του ματιού της (Π. Πρεβελάκης)
✦ γωνιώδης εγκοπή ξύλου στην οποία εφαρμόζει άλλο ξύλο
✦ γωνία κάθε πράγματος
✦ η άκρη της τρόπιδας πλοίου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–