άβατος
Προφορά
Ετυμολογία
άβατος αρχαία ελληνική ἄβατος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ άβατος -η, -ο
✦ αδιάβατος, απάτητος
✦ ουδ. το άβατον ως ουσ., τμήμα ναού ή τόπος ιερός όπου απαγορεύεται η είσοδος σε κάποιον ή κάποιους: το άβατον του Αγίου Όρους (για τις γυναίκες)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
βατός
Επιρρήματα
–