άβακας
Προφορά
Ετυμολογία
άβακας αρχαία ελληνική ἄβαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο άβακας
✦ επίπεδη, τετράπλευρη σανίδα
✦ τετράγωνη πλάκα στο επάνω μέρος του κιονόκρανου όπου ακουμπά το επιστύλιο
✦ μαθητική πλάκα για γραφή
✦ αριθμητήριο με κινητά ξύλινα σφαιρίδια για εξάσκηση στον υπολογισμό μονάδων, δεκάδων κτλ.
✦ τετράγωνο πλακάκι για επίστρωση τοίχου ή δαπέδου
✦ μικρή ορθογωνισμένη πινακίδα που χρησιμοποιείται σε τοπογραφικές εργασίες
✦ (ναυτ.) το πάνω μέρος της πρύμνης του πλοίου όπου αναγράφονται τα στοιχεία του σκάφους, κν. καθρέφτης, αϊνάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–